Ντίσελντορφ

Ντίσελντορφ
(Dusseldorf). Πόλη (202.100 κάτ. το 1999) της Γερμανίας και πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση στη συμβολή του Ρήνου με τον ποταμό Ντίσελ (από τον οποίο πήρε η πόλη την ονομασία της, που σημαίνει «χωριό του Ντύσελ»). Το Ν., που αναφέρεται για πρώτη φορά τον 12o αι. ως οικισμός ψαράδων, περιήλθε ύστερα από διάφορες περιπέτειες στους κόμητες της Μπεργκ, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί, και από το 1609 στους κόμητες του Παλατινάτου-Νόυμπουργκ και έπειτα στη Βαυαρία (1800 – 1806)· υπήρξε πρωτεύουσα του μεγάλου δουκάτου της Μπεργκ, που δημιούργησε ο Ναπολέων, μέχρις ότου, το 1815, το Συνέδριο της Βιέννης το παραχώρησε στην Πρωσία. Κατά το παρελθόν το Ν. ήταν κυρίως γνωστό ως μια ήσυχη πόλη με αξιόλογα πνευματικά και καλλιτεχνικά ιδρύματα· αυτόν τον χαρακτήρα τον διατηρεί κατά ένα μέρος ακόμα· είναι ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά, αλλά επίσης και οικονομικά και διοικητικά κέντρα του κρατιδίου. Η γειτνίαση με την ανθρακοφόρα λεκάνη του Ρουρ ευνόησε εξάλλου κατά τον περασμένο αιώνα τη βιομηχανική του ανάπτυξη και ιδρύθηκαν επιβλητικά εργοστάσια σιδηρουργίας, μηχανών, υφαντουργίας, και χημικών προϊόντων. Αρκετή σπουδαιότητα επίσης έχει η εμπορική δραστηριότητα του Ν., το λιμάνι του οποίου στον Ρήνο, προσιτό και για ωκεανοπόρα πλοία, αποτελεί διέξοδο για τα γεωργικά προϊόντα και τα μεταλλεύματα της κοιλάδας του Βούπερ. Η μεγάλη δημογραφική ανάπτυξη, που ήρθε ως συνέπεια της εκβιομηχάνισης του Ν., ακολουθήθηκε από αντίστοιχη πολεοδομική ανάπτυξη· παράλληλα με τις παλιές περιοχές Άλστατ (του πρώτου πυρήνα του Ν.), Νόυστατ, Φρίντριχστατ και Κάρλστατ, αναπτύχθηκαν πολυάριθμα προάστια, ιδιαίτερα στον ανατολικό τομέα. Το Ν., που ανοικοδομήθηκε σχεδόν ολόκληρο μετά τους σφοδρότατους βομβαρδισμούς του 1943 – 1945, έχει τελείως σύγχρονη όψη· διαθέτει επίσης μουσεία μεγάλου ενδιαφέροντος, περίφημα πνευματικά ιδρύματα, όπως η ακαδημία καλών τεχνών, και λαμπρά κτίρια (που αποκαταστάθηκαν γενικά μετά τον πόλεμο), ανάμεσα στα οποία το σπίτι που γεννήθηκε ο Χάινε, ο γοτθικός ναός του Αγίου Λαμβέρτου και το δημαρχείο του 16ου αι. (και, κατά ένα μέρος, του τέλους του 19ου αι.). Το Ντίσελντορφ αν και βομβαρδίστηκε στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ανοικοδομήθηκε μετά τον τερματισμό του με γοργό ρυθμό και άλλαξε σχεδόν τελείως όψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ίμερμαν, Καρλ Λέμπερεχτ — (Karl Leberecht Immermann, Μαγδεμβούργο 1796 – Ντίσελντορφ 1840). Γερμανός μυθιστοριογράφος και δραματουργός. Εγκατέλειψε τις νομικές σπουδές για να υπηρετήσει ως εθελοντής στους ναπολεόντειους πολέμους (1813 15). Όταν πήρε το δίπλωμά του,… …   Dictionary of Greek

  • Κορνέλιους, Πέτερ φον- — (Peter von Cornelius, Ντίσελντορφ 1783 – Βερολίνο 1867). Γερμανός ζωγράφος και σχεδιαστής. Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Ντίσελντορφ. Από το 1811 έως το 1819 ανήκε στην καλλιτεχνική ομάδα των Ναζωραίων της Ρώμης. Αργότερα διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Names of European cities in different languages: C–D — v · d · …   Wikipedia

  • ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίντγκενς, Γκούσταφ — (Gustav Grϋndgens, Ντίσελντορφ 1899 – Μανίλα 1963).Γερμανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία το 1921 στο κρατικό θέατρο του Χάλμπερστατ και έναν χρόνο αργότερα ασχολήθηκε και… …   Dictionary of Greek

  • Λανγκ, Φριτς — (Fritz Lang, Βιέννη 1890 – Λος Άντζελες 1976). Αυστριακός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε αρχιτεκτονική και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και με το σχέδιο. Πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, τραυματίστηκε και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Exonyme für deutsche Toponyme — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ …   Deutsch Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”